Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 11 Μαΐου 2012

Μέγας Κωνσταντίνος

Έμεινε γνωστός για τρεις κοσμοϊστορικές αποφάσεις του:


  • Υπέγραψε το διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 μ.Χ. με το οποίο θεσπιζόταν η αρχή της ανεξιθρησκείας. Έτσι, για πρώτη φορά ο Χριστιανισμός βρισκόταν υπό την προστασία του αυτοκράτορος (σημ. Ο Μ. Κων/νος δεν ανακήρυξε το Χριστιανισμό επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, όπως λανθασμένα αναφέρεται κάποιες φορές. Αυτό το έπραξε αρκετά χρόνια αργότερα ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος). Με την κίνηση αυτή ο διορατικός Μέγας Κωνσταντίνος, συνέχιζε την πολιτική του Γαλέριου, που αντιλαμβανόμενος πως οι διωγμοί κάθε άλλο παρά συνέβαλαν στην εδραίωση της εσωτερικής ειρήνης (Pax Romana), το 311 μ.Χ. τους κατέπαυσε με διάταγμα και εν συνεχεία στα Μεδιόλανα νομιμοποίησε τον Χριστιανισμό ως "επιτρεπομένη θρησκεία", οι οπαδοί της οποίας όφειλαν να προσεύχονται στον δικό τους Θεό για την ευτυχία του κράτους.
 
  • Μετέφερε την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη.
 
  • Συγκάλεσε την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας της πλέον καθοριστική δια την μετέπειτα εξέλιξη της Παγκόσμιας Χριστιανικής Εκκλησίας.
 
Μέτρα του Κωνσταντίνου τα οποία ευνόησαν την Εκκλησία: 1)καθιέρωση ανεξιθρησκίας το 313 μ.Χ. στο Μεδιόλανον (σήμερα Μιλάνο), πουδεν έτυχε ωστόσο γενικής εφαρμογής, γιατί οι διωγμοί τερματίσθηκαν οριστικά μόλις το 324, όταν ο Κωνσταντίνος, αφού κατέβαλε και τον Λικίνιο στη μάχη της Χρυσούπολης, έμεινε μονοκράτορας. 2) απόδοση στις Χριστιανικές κοινότητες της περιουσίας που στο παρελθόν είχε δημευθεί.
Το δεύτερο γεγονός της βασιλείας του Κωνσταντίνου που, ύστερα από την αναγνώριση του Χριστιανισμού, έχει πρωταρχική σημασία, είναι η ίδρυση μιας νέας πρωτεύουσας στις ευρωπαϊκές ακτές του Βοσπόρου και στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου.
Όταν ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να κάνει μια νέα πρωτεύουσα, δε διάλεξε αμέσως το Βυζάντιο. Για λίγο σκέφτηκε τη Ναϊσσό (Νίσσα) όπου γεννήθηκε, τη Σαρδική (Σόφια) και τη Θεσσαλονίκη. Η προσοχή του στράφηκε κυρίως στην Τροία, την πόλη του Αινεία, ο οποίος όπως λέει η παράδοση, είχε έλθει στην Ιταλία για να θεμελιώσει τη ρωμαϊκή πολιτεία. Ο αυτοκράτορας πήγε προσωπικά στο μέρος αυτό και ρύθμισε τα όρια της μελλοντικής πόλης. Είχαν ήδη μάλιστα κατασκευαστεί οι πύλες όταν - όπως αναφέρει ο χριστιανός συγγραφέας του 5ου αιώνα, Σωζόμενος («Historia ecclesiastica», ΙΙ, 3) - κάποιο βράδυ, παρουσιάστηκε ο Θεός στον Κωνσταντίνο προτρέποντάς τον να διαλέξει μια άλλη τοποθεσία για την πρωτεύουσά του. Μετά από αυτό ο Κωνσταντίνος διάλεξε τελικά το Βυζάντιο. Έναν αιώνα αργότερα, όσοι ταξίδευαν στην Τροία μπορούσαν να διακρίνουν ακόμα τα ατελείωτα έργα του Κωνσταντίνου.
Το Βυζάντιο, που ακόμα δεν είχε τελείως αναλάβει από τις καταστροφές που προκάλεσε ο Σεπτίμιος Σεβήρος, ήταν την εποχή εκείνη ένα απλό χωριό. Το 324 μ. Χ. ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να κάνει μια νέα πρωτεύουσα και το 325 είχε αρχίσει η κατασκευή των βασικών κτιρίων. Οι χριστιανικοί θρύλοι αναφέρουν ότι καθώς ο αυτοκράτορας με ένα ακόντιο στο χέρι χάραζε τα σύνορα της πόλης, οι αυλικοί του, κάτω από τη δυνατή εντύπωση που τους προκαλούσε η έκταση της μελλοντικής πολιτείας, τον ρώτησαν: «Κύριέ μας, πόσο θα προχωρήσεις ακόμα;». Και εκείνος απάντησε: «Θα προχωρήσω μέχρις ότου σταματήσει αυτός που προχωρά μπροστά μου». Αυτό σημαίνει ότι κάποια Θεία δύναμη οδηγούσε τον Κωνσταντίνο.
Εργάτες και υλικά για την οικοδόμηση μαζεύτηκαν από παντού, ενώ πολλά ειδωλολατρικά μνημεία της Ρώμης, των Αθηνών, της Αλεξάνδρειας, της Εφέσου και της Αντιόχειας, χρησιμοποιήθηκαν για τη διακόσμηση της πόλης. 40.000 Γότθοι στρατιώτες, οι λεγόμενοι «foederati» έλαβαν μέρος στην κατασκευή των νέων κτιρίων. Πολλές εμπορικές και οικονομικές ευκολίες δόθηκαν στη νέα πρωτεύουσα, έτσι ώστε να ελκυστούν εκεί πολλοί άνθρωποι. Την άνοιξη του 330 μ. Χ. η εργασία είχε τόσο πολύ προχωρήσει, ώστε ο Κωνσταντίνος μπόρεσε να εγκαινιάσει επίσημα τη νέα πρωτεύουσα.
Τα εγκαίνια έγιναν στις 11 Μαΐου του 330, και οι σχετικές γιορτές κράτησαν 40 μέρες. Το χρόνο αυτόν η χριστιανικήΚωνσταντινούπολη νίκησε το ειδωλολατρικό Βυζάντιο.
Αν και είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε το μέγεθος που είχε η πόλη την εποχή του Κωνσταντίνου, το βέβαιο είναι πάντως ότι η έκτασή της ήταν μεγαλύτερη από το Βυζάντιο. Τον 4ο αιώνα, δεν υπάρχουν επίσης σχετικές πληροφορίες για τον πληθυσμό τηςΚωνσταντινούπολης. Υποτίθεται όμως ότι οι κάτοικοι θα ήταν περισσότεροι από 200.000. Για την άμυνα εναντίον των εχθρών, στην ξηρά, ο Κωνσταντίνος είχε κτίσει ένα τείχος που άρχιζε από τον Κεράτιο κόλπο για να τελειώσει στην Προποντίδα.
Αργότερα, το παλαιό Βυζάντιο έγινε η πρωτεύουσα μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας και ονομάστηκε «Πόλη του Κωνσταντίνου, Κωνσταντινούπολη», ή ακόμα πιο απλά «Πόλη». Η νέα πρωτεύουσα υιοθέτησε το σύστημα της Ρώμης και διαιρέθηκε σε 14 περιοχές, από τις οποίες οι δύο ήταν έξω από τα τείχη της πόλης.
Από τα μνημεία της εποχής του Κωνσταντίνου σχεδόν κανένα δεν έχει σωθεί μέχρι σήμερα. Οπωσδήποτε όμως η Εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, που ξανακτίστηκε την εποχή του Ιουστινιανού και του Λέοντα Γ', έχει την προέλευσή της στην εποχή του Κωνσταντίνου και διατηρείται ακόμα. Η φημισμένη μικρή οφιοειδής στήλη των Δελφών (5ος αιώνας π. Χ.), που είχε ανεγερθεί σε ανάμνηση της μάχης των Πλαταιών και μεταφέρθηκε από τον Κωνσταντίνο στη νέα πρωτεύουσα - στον Ιππόδρομο - υπάρχει ακόμα, αν και είναι κάπως κατεστραμμένη.
Ο Κωνσταντίνος, με τη μεγαλοφυΐα του, εκτίμησε όλες τις οικονομικές, πολιτικές και εκπολιτιστικές δυνατότητες της πόλης. Πολιτικά η Κωνσταντινούπολη, ή όπως συχνά λεγόταν η «Νέα Ρώμη», είχε εξαιρετικές δυνατότητες αντίστασης κατά των εξωτερικών εχθρών, διότι, ενώ ήταν απρόσιτη από τη θάλασσα, από την ξηρά προστατευόταν με τείχη. Οικονομικά είχε κάτω από τον έλεγχό της όλο το εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας με το Αιγαίο και τη Μεσόγειο, πράγμα που την έκανε εμπορικό μεσολαβητή ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία. Τελικά, από εκπολιτιστική πλευρά, η Κωνσταντινούπολη είχε την εξαιρετική δυνατότητα να βρίσκεται κοντά στο πιο αξιόλογα κέντρα του ελληνικού πολιτισμού, τα οποία κάτω από την επίδραση του Χριστιανισμού συνετέλεσαν στη δημιουργία ενός νέου πολιτισμού: του χριστιανο-ελληνο-ρωμαϊκού ή «Βυζαντινού» πολιτισμού. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, ο Θ. Ουσπένσκι γράφει τα εξής:
«Η εκλογή της θέσης για τη νέα πρωτεύουσα, η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης και η δημιουργία μιας νέας διεθνούς, ιστορικής πόλης, αποτελούν ένα από τα μεγαλύτερα κατορθώματα της πολιτικής και διοικητικής μεγαλοφυΐας του Κωνσταντίνου. Δεν αποτελεί το διάταγμα της θρησκευτικής ανοχής το μεγαλύτερο καλό που έκανε ο Κωνσταντίνος στην ανθρωπότητα, γιατί οπωσδήποτε οι διάδοχοί του θα αναγκάζονταν να δώσουν στον Χριστιανισμό τη θέση εκείνη που του ανήκει, δίχως η αναβολή αυτή να βλάψει καθόλου τον Χριστιανισμό. Μεταφέροντας όμως τη διεθνή πρωτεύουσα στην Κωνσταντινούπολη, ο Κωνσταντίνος έσωσε τον αρχαίο πολιτισμό και δημιούργησε ένα αξιόλογο κέντρο για τη διάδοση του Χριστιανισμού».

Καταγωγή και γέννηση-Τα νεανικά χρόνια-Η πορεία προς τη μονοκρατορία- Ο Κωνσταντίνος Αύγουστος των δυτικών επαρχιών-Ο Κωνσταντίνος και ο Μαξιμιανός -Η μάχη της Μιλβίας γέφυρας, 28 Οκτωβρίου 312 μ.Χ.- Το διάταγμα των Μεδιολάνων, Φεβρουάριος 313 μ.Χ.- Η σύγκρουση με το Λικίνιο -324 - 337 μ.Χ.: Ο Κωνσταντίνος και ο Χριστιανισμός-Α΄Οικουμενική σύνοδος της Νίκαιας, 325 μ.Χ.ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ-ΒΑΣΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥΑ)Τον πρώτο καιρό, ο Κωνσταντίνος έζησε κοντά στον πατέρα του, παρακολουθώντας τους στρατιωτικούς του αγώνες. Στο περιβάλλον του Κωνστάντιου, ο Κωνσταντίνος έλαβε τη στρατιωτική εκπαίδευση και έμαθε τα εγκύκλια γράμματα από σημαντικούς δασκάλους της εποχής.Β)Στο περιβάλλον του Διοκλητιανού, όπου έμεινε για πολλά χρόνια, ο Κωνσταντίνος συμπλήρωσε τη μόρφωσή του δίπλα σε πολύ αξιόλογους λογίους. Η παλιότερη άποψη ότι ο Κωνσταντίνος στερείτο μόρφωσης δεν είναι πια αποδεκτή. Πολλά χρόνια αργότερα έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μόρφωση των δικών του παιδιών και αυτό υποδεικνύει άνθρωπο που αναγνώριζε και εκτιμούσε τα μορφωτικά αγαθά. Γ)Ένα περιστατικό είναι ενδεικτικό της ορμητικότητας και του οξύθυμου χαρακτήρα του Κωνσταντίνου, που δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ και που, όπως θα δούμε, τον οδήγησαν σε σκληρές αποφάσεις, οι οποίες σημάδεψαν την οικογενειακή του ζωή: Ο Καίσαρας Γαλέριος γιόρταζε τη νικηφόρα εκστρατεία του εναντίον των Περσών με θηριομαχίες στην αρένα της Νικομήδειας, τις οποίες παρακολουθούσε ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός, όλοι οι ανώτατοι αξιωματούχοι, μεταξύ τους ο Κωνσταντίνος και βέβαια ο λαός. Ο Γαλέριος, που στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου διέβλεπε έναν ικανότατο μελλοντικό αντίπαλο, με τον ανιψιό του Μαξιμίνο Δάια αμφισβήτησαν το θάρρος του Κωνσταντίνου και τον προκάλεσαν να αντιμετωπίσει ένα λιοντάρι Νουμιδίας, για να αποδείξει τις ικανότητές του. Ο Κωνσταντίνος, οργισμένος για τη δημόσια προσβολή του Γαλέριου, αποδέχτηκε την πρόκληση, παρά τις ρητές αντιρρήσεις του Διοκλητιανού, ο οποίος φοβόταν για τη ζωή του νεαρού αξιωματικού του. Ο Κωνσταντίνος σκότωσε το λιοντάρι μέσα στην αρένα, κάτω από τις επευφημίες του πλήθους, που εύλογα δεν ήταν συνηθισμένο να βλέπει τους γιους της ανώτατης στρατιωτικής και διοικητικής αριστοκρατίας, να συμμετέχουν στις άγριες επικίνδυνες θηριομαχίες.
Δ)Δίπλα στον Διοκλητιανό ο Κωνσταντίνος έζησε από κοντά έναν από τους μεγαλύτερους διωγμούς εναντίων των χριστιανών, τα βασανιστήρια και τις δημόσιες εκτελέσεις των οπαδών της νέας θρησκείας, που ξεκίνησε με το «έδικτο» του αυτοκράτορα το 303 μ.Χ. από τη Νικομήδεια. Η χριστιανή μητέρα του και ο πατέρας του, που παρέβλεπε όλα τα διατάγματα κατά του Χριστιανισμού και δεν καταδίωξε ποτέ τους χριστιανούς, πρέπει να λειτούργησαν ως αντίβαρο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του νεαρού τριβούνου.
Ε)Το Σεπτέμβριο του 312, πραγματοποίησε θριαμβευτική είσοδο στα Μεδιόλανα και στη συνέχεια κινήθηκε προς τη Ρώμη, για να δώσει την αποφασιστική μάχη. Στην πορεία αυτή ενίσχυσε το στρατό του στρατολογώντας από τους ντόπιους πληθυσμούς, χωρίς να προβαίνει σε διακρίσεις μεταξύ εθνικών και χριστιανών. Η συμπεριφορά αυτή αναπτέρωσε το ηθικό των χριστιανών, καθώς την θεώρησαν ενδεικτική της στάσης που θα κρατούσε ο νέος αυτοκράτορας έναντι του Χριστιανισμού και των πιστών του, αν και ο ίδιος ήταν ακόμη πιστός στους θεούς της Ρώμης.
Στ)Άρρηκτα συνδεδεμένο με τη μάχη που επρόκειτο να δοθεί και που θα έμενε στην ιστορία ως η μάχη της Μιλβίας γέφυρας, είναι το περίφημο όραμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, την παραμονή της μεγάλης σύγκρουσης: ο φωτεινός σταυρός, που σχηματιζόταν με τα ελληνικά γράμματα Χ-Ρ, με την επιγραφή «Εν τούτω νίκα» (στα λατινικά: hoc signo victor eris). Ο χριστιανός ρήτορας Λακτάντιος, ο οποίος ήταν δάσκαλος του πρωτότοκου γιου του Κωνσταντίνου, Κρίσπου, συνεπώς είχε στενές σχέσεις με την αυτοκρατορική οικογένεια, αναφέρει ότι το όραμα του Κωνσταντίνου ήταν ενύπνιο. O Ευσέβιος παρατηρεί μόνο ότι ξεκινώντας ο Κωνσταντίνος να σώσει τη Ρώμη, "προσευχήθηκε στο Θεό του ουρανού και για τον Λόγο του, τον Ιησού Χριστό.." Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, ένα άλλο έργο που κακώς αποδίδεται στον Ευσέβιο «Τα εις βίον Κωνσταντίνου» περιγράφει με ιδιαίτερη έμφαση το γεγονός ως αληθινό όραμα, το οποίο εμφανίστηκε στο μεσημεριάτικο ουρανό και το είδαν και οι στρατιώτες. Μάλιστα συνεχίζει την αφήγησή του λέγοντας ότι το άλλο βράδυ, στη συνέχεια του θείου οράματος, εμφανίστηκε ο Χριστός στον Κωνσταντίνο και τον πρόσταξε να βάλει το σταυροειδές σύμπλεγμα ως έμβλημα στις ασπίδες των λεγεώνων του. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος απέφευγε να μιλάει για την εμπειρία του αυτή, δε δίσταζε όμως να αποδίδει την τελική επικράτησή του στη βούληση του Θεού των Χριστιανών. Στην αψίδα που έστησε το 315 σε ανάμνηση τις νίκης του, χάραξε ότι η νίκη ήταν καρπός θείας εμπνεύσεως. Το χριστιανικό στοιχείο στις λεγεώνες του ήταν πια δυναμικό και αυτό ήταν δηλωτικό των διαθέσεων του απέναντι στη χριστιανική διδασκαλία, αλλά και των προσωπικών του αναζητήσεων.
Άλλοι ιστορικοί, παρακολουθώντας τα πορίσματα της αστρονομίας, παρατήρησαν ότι οι θέσεις των πλανητών τη δεδομένη ημέρα σχημάτιζαν ένα Χ και ένα Ρ σε σταυροειδή ανάπτυξη. Γι' αυτό και πιστεύουν ότι το όραμα ο Κωνσταντίνος το είδε βράδυ, προσεγγίζουν δηλαδή την αναφορά του Λακτάντιου. Εξυπακούεται βέβαια ότι για την Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία τιμάει το μέγα Κωνσταντίνο ως άγιο και ισαπόστολο, το όραμα ήταν αληθινό και είχε θεία προέλευση: «Του σταυρού Σου τον τύπο εν ουρανώ θεασάμενος και ως ο Παύλος την κλήσιν ουκ εξ ανθρώπων δεξάμενος….» ακούν οι χριστιανοί στους ναούς, τη μέρα γιορτής του Κωνσταντίνου.
Γεγονός είναι ότι ο Κωνσταντίνος είδε ή βίωσε «κάτι», το οποίο τον ώθησε να λάβει μια ιστορική και πρωτάκουστη για τα δεδομένα της εποχής απόφαση: Οι ρωμαϊκές λεγεώνες, όταν οδηγούνταν στις μάχες, είχαν μπροστά τους και προπορεύονταν τα αγάλματα των πατρώων θεών. Τώρα, ο Κωνσταντίνος διατάζει και τα αγάλματα αυτά αντικαθίστανται από ένα κόκκινο ύφασμα στη μέση του οποίου είναι κεντημένος ο σταυρός από Χ και Ρ, όπως τον είδε στο όραμά του. Το ύφασμα αυτό αποτελούσε το καινούργιο έμβλημα του αυτοκράτορα και έμεινε γνωστό ως λάβαρο (labarum). Ο σταυρός μπήκε και στις ασπίδες των στρατιωτών, παρά την απογοήτευση και κατάπληξη των εθνικών, οι οποίοι συνειδητοποιούσαν ότι είχε έρθει το τέλος της πατροπαράδοτης θρησκείας τους. Αντίθετα, οι χριστιανοί στρατιώτες αγαλλίαζαν από τις διαταγές του αυτοκράτορά τους, γιατί και εκείνοι με τη σειρά τους καταλάβαιναν ότι μια νέα εποχή ανέτειλε. Αργότερα, ο Κωνσταντίνος έβαλε το σταυροειδές σύμβολο και στο στέμμα του. Μόνο στα νομίσματα της εποχής δεν εμφανίζεται, καθώς τέτοιου είδους μετατροπές ήταν δύσκολες και πολυέξοδες.
Η μάχη στη Μιλβία γέφυρα έχει χαρακτηριστεί ως μία από τις αποφασιστικότερες μάχες όλων των εποχών. Με τη νίκη του, ο μέγας Κωνσταντίνος ανακηρύχθηκε ο μοναδικός Αύγουστος της Δύσης. Οι διώξεις κατά του Χριστιανισμού σταματούν και τώρα πια ο ίδιος ο αυτοκράτορας προστατεύει έμπρακτα τη νέα θρησκεία, οι οπαδοί της οποίας μέχρι πριν λίγα χρόνια είχαν υποστεί διωγμούς. Τα ευνοϊκά μέτρα που έλαβε υπέρ του Χριστιανισμού είχαν ως αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση των Χριστιανών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, καθώς σε μια περίοδο είκοσι ετών μετά την έναρξη του 4ου αιώνα, οπότε και επικρατούσαν αριθμητικά οι παγανιστές, οι Χριστιανοί αυξήθηκαν ως το σημείο να αποτελούν πιθανώς το μισό του συνολικού πληθυσμού. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος, έπειτα από την εμπειρία που είχε την παραμονή της μάχης, αρχίζει να ενδιαφέρεται προσωπικά για τα διδάγματα του Χριστιανισμού.
Η σημασία της μάχης αυτής και το όραμα του μέγα Κωνσταντίνου δεν άφησαν ασυγκίνητη την τέχνη. Ζωγράφοι όπως ο Ραφαήλ και o Ρούμπενς φιλοτέχνησαν πίνακες που θέμα τους είχαν τη μάχη και το όραμα. Το όραμα κατέχει σημαντική θέση και στην τέχνη της ορθόδοξης Εκκλησίας και αγιογραφείται στις εικόνες με το μέγα Κωνσταντίνο.
Ραφαήλ ,το Όραμα.
Ζ)Από τα διάφορα μέτρα που θέσπισε, μεγαλύτερη σημασία για τους χριστιανούς είχαν η επιστροφή της δημευμένης περιουσίας τους κατά τις περιόδους των διωγμών και το δικαίωμα που αποκτούσαν, να αυξήσουν αυτή την περιουσία. Ακόμη, ο Κωνσταντίνος ενίσχυσε την ηθική θέση που είχαν οι επίσκοποι στις κοινωνίες τους. Τους παραχώρησε το δικαίωμα να επιλύουν τις ιδιωτικές διαφορές του ποιμνίου τους, όχι με την ιδιότητα του δικαστή, αλλά περισσότερο σαν διαιτητές. Οι αποφάσεις των επισκοπικών δικαστηρίων αναγνωρίζονταν από το κράτος, ακόμη και για θέματα μη εκκλησιαστικά. Η επισκοπική δικαιοδοσία, όπως λεγόταν, ήταν μία ευνοϊκή για τους Χριστιανούς θεσμοθέτηση, αφού οι Χριστιανοί είχαν πολύ μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους επισκόπους από ότι στους δικαστές τις πολιτείας. Επίσης, οι επίσκοποι απαλλάχτηκαν από όλες τις δημόσιες υποχρεώσεις και τα οικονομικά βάρη που τους αντιστοιχούσαν. Επιπλέον μέτρα ήταν η απαγόρευση της εργασίας την Κυριακή καθώς και σε άλλες μεγάλες κατά τους Χριστιανούς γιορτές, όπως τα Χριστούγεννα. Ιδιαίτερα σημαντικές ήταν οι αυτοκρατορικές χορηγίες, με τις οποίες ανεγέρθησαν χριστιανικοί ναοί. Μεταξύ αυτών των ναών είναι και οι χριστιανικοί ναοί της Ανάστασης, της Γέννησης και του Όρους των Ελαιών στους χριστιανικούς αγίους Τόπους.
Το πρωταρχικό κίνητρο του Κωνσταντίνου, όταν νομιμοποίησε το Χριστιανισμό, ήταν η ομόνοια μεταξύ των πολιτών. Ο Κωνσταντίνος ακολουθώντας τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του πατέρα του, είχε υιοθετήσει τον ενοθεϊσμό, την πίστη δηλαδή σε έναν υπέρτερο θεό και στην ύπαρξη άλλων μικρότερων θεοτήτων. Λάτρευε ως ύψιστο θεό το θεό Ήλιο (Απόλλωνα) και τη θεά Νίκη με σαφή συγκρητισμό, με ανάμειξη δηλαδή στοιχείων από την αρχαία ελληνική θρησκεία και από ανατολικές θρησκείες. Το πέρασμα από τον ενοθεϊσμό στομονοθεϊσμό δε θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα δύσκολο. Ίσως ο Κωνσταντίνος δυσκολεύτηκε να υποτάξει την ορμητική του προσωπικότητα στο ασκητικό και συγχωρητικό πνεύμα του Χριστιανισμού. Η αποδοχή του Χριστιανισμού από τον Κωνσταντίνο πρέπει να θεωρηθεί όχι σαν γεγονός που έλαβε χώρα εν μία νυκτί αλλά μάλλον ως μια πορεία ζωής που ολοκληρώθηκε με τη βάπτισή του την ημέρα του θανάτου του.
Εξαιρετικής σημασίας είναι το γεγονός πως με το μέγα Κωνσταντίνο πραγματοποιήθηκε η μετάβαση από τοναυτοκράτορα-θεό στον ελέω θεού αυτοκράτορα. Η πεποίθηση αυτή σφραγίζει όλο το Μεσαίωνα της Ευρώπης και αναπόφευκτα επηρεάζει και την πολιτική σκέψη. Στην πολυθεϊστική παραδοσιακή θρησκεία της Ρώμης, ο αυτοκράτορας ήταν ένας ακόμη θεός επί γης και έπειτα από το θάνατό του επέστρεφε στο Πάνθεο. Στο μονοθεϊστικό χριστιανισμό, αυτή η θεωρία ήταν εξ ορισμού ασύμβατη. Έτσι, ο ίδιος ο Κωνσταντίνος προσδιόρισε το ρόλο του χριστιανού αυτοκράτορα ως του ανθρώπου που θέσει υποχρεούται να φροντίζει τους πιστούς της νέας θρησκείας. Μιλώντας σε κάποιους επισκόπους, διαχώρισε το έργο του αυτοκράτορα από αυτό του επισκόπου: «υμείς μέν των εισω της εκκλησίας, εγώ δέ των εκτός υπό Θεού κατεσταμένος επίσκοπον αν είη» (Ευσ.²Β.Κ.Β.² Λογ. Δ΄. 24). Χαρακτηριστική είναι η προτροπή του προς τους υπηκόους του και τους αξιωματούχους του να ασπαστούν το Χριστιανισμό και η άποψή του ότι πρέπει να βοηθήσει τους επισκόπους στη διάδοση της θρησκείας τους (Ευσ.²Β.Κ.Β.² Λογ.Γ΄ 17.1,2). Ο ίδιος πίστευε ότι ο Θεός τού είχε αναθέσει την ειδική αποστολή να φέρει την αρμονία στο κράτος και την εκκλησία. Η εκκλησία, αντίστοιχα, τον θεωρούσε δούλο Θεού και την μεταστροφή του θεία ενέργεια που αποσκοπούσε στην επέκταση του χριστιανισμού.
Α΄Οικουμενική σύνοδος τηςΝίκαιας, 325 μ.Χ Αιτία για μία από τις μεγαλύτερες διαμάχες των Χριστιανών υπήρξε στις αρχές του 4ου μ. Χ. αιώνος ο Άρειος, πρεσβύτερος στην Αλεξάνδρεια, ίσως στο μεγαλύτερο φιλοσοφικό κέντρο της εποχής. Ο Άρειος, απόφοιτος της θεολογικής σχολής του Λουκιανού στην Αντιόχεια, άρχισε να διατυπώνει τη θεωρία πως οΧριστός ήταν «κτίσμα» του Θεού και δεν ήταν και ο ίδιος Θεός. Η διδασκαλία του Αρείου, η οποία έμεινε γνωστή ως Αρειανισμός, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα διδάγματα της χριστιανικής εκκλησίας, σύμφωνα με τα οποία ο Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος.
Ο Κωνσταντίνος προσπάθησε αρχικά να συμφιλιώσει τους αντιμαχόμενους, μέσω μιας επιστολής που απέστειλε και στις δύο πλευρές με αγγελιοφόρο τον επίσκοπο της Κορδούης της Ισπανίας. Επιστρέφοντας ωστόσο, ο επίσκοπος εξήγησε στον Κωνσταντίνο την πολιτική σημασία της κίνησης του Αρείου, οπότε ο αυτοκράτορας αποφάσισε να συγκαλέσει μια Σύνοδο.
Πληροφορίες σχετικά με την Σύνοδο έχουμε μόνο από τους συμμετέχοντες και ιστορικούς, καθώς δεν διασώζονται πρακτικά, αν υποτεθεί ότι κρατήθηκαν. Ύστερα από ζωηρές συζητήσεις, η Σύνοδος καταδίκασε την αίρεση του Αρείου ενώ ο Άρειος και οι πιο θερμοί οπαδοί του καταδικάστηκαν σε περιορισμό και εξορία.
Παρ' όλα αυτά, τα αποτελέσματα της Συνόδου δεν κατόρθωσαν να περιορίσουν τον Αρειανισμό. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Κωνσταντίνος άλλαξε στάση, ανακάλεσε τον Άρειο από την εξορία, και τιμώρησε με τον ίδιο τρόπο τον μεγάλο αντίπαλο του Άρειου στην Σύνοδο, τον Αθανάσιο, Αρχιδιάκονο της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας. Ο Αθανάσιος παρέμεινε εξόριστος μέχρι την άρση της ποινής από τον ίδιο τον Κωνσταντίνο, την ημέρα που βαπτίσθηκε Χριστιανός. Για τους λόγους της μεταστροφής αυτής του Κωνσταντίνου δεν υπάρχει απόλυτη συμφωνία μεταξύ των ιστορικών. Έχουν αναφερθεί λόγοι όπως η επίδραση της αυλής, οικογενειακοί λόγοι, η πολιτική επιρροή του Αρειανισμού στην Ανατολή κ.α.
Η ΑΝΑΚΗΡΥΞΗ ΩΣ ΑΓΙΟΥ ΤΟΥΜΕΓΑΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Ένα από τα πιο πολυσυζητημένα σημεία της ζωής του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ήταν και η ανακήρυξη του ως αγίου από την Εκκλησία. Πληρούσε άραγε ο Κωνσταντίνος τα κριτήρια που βάζει η Εκκλησία, έτσι ώστε να ανακηρυχτεί άγιος;
Επ’ αυτού έχει θεολογήσει ωραιότατα ο κ. Χρήστος Γιανναράς στο βιβλίο του «Αλήθεια και ενότητα της Εκκλησίας». Ας τον ακούσουμε λοιπόν και ο καθένας ας βγάλει τα συμπεράσματά του:

« Η Εκκλησία δεν ανακηρύσσει τους αγίους της με μέτρα ατομικής ηθικής τελειότητας. Στα πρόσωπα των αγίων δεν βλέπει η Εκκλησία τα κοσμικά πρότυπα ενός άψογου ηθικού βίου, αλλά βλέπει την ενσάρκωση της αλήθειάς της, την ένσαρκη μαρτυρία της σωτηρίας, τους πρώτους καρπούς της Βασιλείας του Θεού, τις «απαρχές» της ζωής, προς την οποία ολόκληρη η Εκκλησία οδεύει. Η ατομική αρετή δεν συνιστά αγιότητα, αν δεν υπηρετεί την φανέρωση και μαρτυρία της Εκκλησίας. Ενώ η μετάνοια του ληστή την τελευταία στιγμή της ζωής του, χωρίς καμιά ορθολογική επανόρθωση των κακουργημάτων του βίου του, τον αναδείχνει άγιο της Εκκλησίας, υπόδειγμα και μέτρο του «καινού τρόπου της υπάρξεως» – της ερωτικής επιστρεπτικής φοράς του ανθρώπου στο Θεό – πρώτο πολίτη της Βασιλείας. Μόνο αυτή η σύνδεση της αγιότητας με την αλήθεια της Εκκλησίας, και όχι με την ατομική αρετή , μπορεί να μας οδηγήσει σε μια σωστή κατανόηση του γεγονότος της αγιοποίησης του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Αν στα πρόσωπα των Αποστόλων είδε η Εκκλησία τους «θεμελίους» της θείας οικοδομής της «όντος ακρογωνιαίου αυτού του Χριστού – τους θεμελιωτές της φανέρωσης – Βασιλείας του Θεού πάνω στη γη – στο πρόσωπο του Μεγάλου Κωνσταντίνου είδε τον Ισαπόστολο, τον θεμελιωτή της ορατής καθολικότητας και οικουμενικότητας της Εκκλησίας.»

Add To Facebook Add To Twitter Add To Yahoo Add To Reddit Fav This With Technorati Add To Del.icio.us Digg This Stumble This



Share

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου